-
1 ἐπιρρέπω
A lean towards, ὄφρα.. ἡμῖν δ' αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ, metaph. from the balance, Il.14.99: hence, generally, fall to one's lot, [ὑμέναιος] ἐ. γαμβροῖσιν ἀείδειν A.Ag. 707
(lyr.): abs., ib. 1042.2. metaph., incline,πρὸς ἔλεον Ph.2.582
.II. trans., ἐ. τάλαντον force down one scale, Thgn.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρέπω
См. также в других словарях:
επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… … Dictionary of Greek